- τιμάριθμος
- ο эк индекс;
τιμάριθμος κόστους ( — или ακριβείας) ζωής — индекс стоимости жизни;
τιμάριθμος λιανικής (χονδρικής) πωλήσεως — индекс розничной (оптовой) торговли
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τιμάριθμος κόστους ( — или ακριβείας) ζωής — индекс стоимости жизни;
τιμάριθμος λιανικής (χονδρικής) πωλήσεως — индекс розничной (оптовой) торговли
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τιμάριθμος — Αριθμητικός δείκτης που εμφανίζει τις διακυμάνσεις των τιμών των ειδών σε ορισμένη χρονική περίοδο και σε σύγκριση με το επίπεδο τιμών της περιόδου που έχουμε πάρει ως βάση. Ο τ. περιλαμβάνει τις τιμές ορισμένων προϊόντων. Για να τον καταρτίσουν … Dictionary of Greek
τιμάριθμος — ο ο μέσος όρος τιμών των βασικών καταναλωτικών αγαθών σε ορισμένη εποχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek
ναυλάριθμος — και ναυλοτιμάριθμος, ο ναυτ. δείκτης που καταρτίζεται από αρχές, οργανισμούς ή ναυτιλιακές επιχειρήσεις και αφορά την εξέλιξη τών ναύλων με βάση ένα συγκεκριμένο έτος, το οποίο χαρακτηρίζεται με τον αριθμό 100. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύλα + αριθμός /… … Dictionary of Greek
παρουσιάζω — ΝΜΑ [παρουσία] νεοελλ. 1. επιδεικνύω, προσάγω ενώπιον κάποιου («παρουσίασα τα συμβόλαια») 2. εμφανίζω, κάνω φανερό κάτι (α. «η κατάσταση τού ασθενούς παρουσιάζει βελτίωση» β. «ο τιμάριθμος παρουσιάζει συνεχή άνοδο») 3. οδηγώ κάποιον σε άλλον… … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek
τιμαριθμικός — ή, ό, Ν [τιμάριθμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τιμάριθμο 2. φρ. «αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή» (οικον.) περιοδική προσαρμογή τού μισθού δημοσίων και ιδιωτικών υπαλλήλων καθώς και τών ημερομισθίων τών εργατών, αντίστοιχη με την… … Dictionary of Greek
τιμαριθμοποίηση — η, Ν (οικον.) η προσαρμογή διαφόρων οικονομικών μεγεθών στον τιμάριθμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμάριθμος + ποιώ] … Dictionary of Greek
φασισμός — Ιταλικό πολιτικό κίνημα, που ιδρύθηκε στο Μιλάνο στις 23 Μαρτίου 1919 από τον Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος στηρίχτηκε σε αυτό για να καταλάβει την εξουσία και να επιβάλει στην Ιταλία ένα δικτατορικό καθεστώς από το 1922 έως το 1945. Η λέξη φ. (που … Dictionary of Greek